- νεμεσητικός
- νεμεσητικός, -ή, -όν (Α) [νεμεσητός]1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῑς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.)2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόνμεμπτόν».επίρρ...νεμεσητικῶς (Μ)με νεμεσητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.